- προσυναπάντησις
- -ήσεως, ἡ, Αρητορικό σχήμα κατά το οποίο, ενώ προηγούνται δύο ονόματα, τα επίθετά τους, που ακολουθούν, εναλλάσσουν θέση.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συναπάντησις (< συναπαντῶ «προϋπαντώ, συναντώ τυχαία»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσυναπάντησις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)